- θρόμβους
- θρόμβοςlumpmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θρομβούμαι — (ΑΜ θρομβοῡμαι, έομαι) [θρόμβος] 1. πήζω σε μικρούς σβώλους, σχηματίζω θρόμβους 2. (για γάλα) πήζω, κόβω αρχ. περιέχω θρόμβους … Dictionary of Greek
θρομβώδης — ες (Α θρομβώδης, ες) [θρόμβος] αυτός που είναι γεμάτος θρόμβους, που έχει πήξει σε θρόμβους νεοελλ. αυτός που αποτελείται από μεγάλες σταγόνες. επίρρ... θρομβωδώς με θρομβώδη τρόπο … Dictionary of Greek
STORAX — apud Terentium in Adelphis, Act. 1. sc. 1. v. 1. Storax, non rediit hâc nocte a cena Aeschinus: nomen pueri est, ab odore, ut ait Donatus. Στύραξ nimirum in Graeca fabula hic puer vocabatur. Est autem Storax, uti Virgilius vocat in Scylla: Et… … Hofmann J. Lexicon universale
έμφραγμα — Νέκρωση ενός ιστού που οφείλεται σε διακοπή ή ελάττωση της αρτηριακής αιμάτωσής του. Το αίτιο συνίσταται στην απόφραξη μιας αρτηρίας από θρόμβωση, εμβολή ή κοκκιωματώδη επεξεργασία των τοιχωμάτων της. Το έ. επέρχεται όταν η αρτηρία που έχει… … Dictionary of Greek
αίμαρθρο — Συγκέντρωση αίματος μέσα στην άρθρωση. Μπορεί να συμβεί μετά από τραυματισμό ή να οφείλεται σε αδυναμία του αίματος να σχηματίζει θρόμβους. Η άρθρωση πρήζεται, πονάει και παθαίνει δυσκαμψία. Η τοποθέτηση παγοκύστης βοηθά στη μείωση του οιδήματος … Dictionary of Greek
αδρόσφαιρος — ἁδρόσφαιρος, ον (Α) αυτός που έχει αδρές, μεγάλες σφαίρες, χοντρούς θρόμβους. (Αναφέρεται για το μαλάβαθρον, φύλλο τού είδους Cinnamomon Tamala ή albiflorum τού γένους Κιννάμωμο]. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδρὸς + σφαίρα] … Dictionary of Greek
εκθρομβούμαι — ἐκθρομβοῡμαι ( όομαι) (Α) (για το αίμα) σχηματίζω θρόμβους … Dictionary of Greek
ενθρομβούμαι — ἐνθρομβοῡμαι, όομαι (Α) 1. (για αίμα) μεταβάλλομαι σε θρόμβους 2. γεμίζω με θρομβωμένο αίμα … Dictionary of Greek
θρόμβωση — Σχηματισμός στερεών μαζών (θρόμβων) μέσα στο αγγειακό σύστημα της κυκλοφορίας του αίματος. Η θ. μπορεί να συμβεί στις φλέβες, στις αρτηρίες αλλά και στην καρδιά, και εξαρτάται κυρίως από τρεις παράγοντες: αλλοίωση του ενδοθηλίου που επενδύει το… … Dictionary of Greek
ινωδολυτικός — ή, ό ιατρ. όρος που αναφέρεται σε κάθε ουσία ικανή να διαλύσει τους θρόμβους τού αίματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. νόθου σύνθ., πρβλ. γαλλ. fibrinolytique < fibrine «ινώδες» + lytique (πρβλ. λυτικός < λύνω)] … Dictionary of Greek